- εὐλαβοῦς
- εὐλαβήςtaking hold wellmasc/fem/neut gen sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
благоговѣиныи — (48) пр. Благоговейный, набожный, почитающий бога: всею правьдою же и и [так!] бл҃гоговѣниѥмь. бл҃гоговѣинымъ мнихомъ велимъ жити. УСт XII/XIII, 218 об.; мъногыѩ сщ҃ныѩ написавше законы. ѡ б҃голюбiвыхъ же ѥп(с)пѣхъ... и ѡ бл҃гоговѣиныхъ мнисѣхъ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ευλάβεια — η (ΑΜ εὐλάβεια, Α ιων. τ. εὐλαβίη) [ευλαβής] 1. το ήθος και ο τρόπος τού ευλαβούς, ο σεβασμός, η ευσέβεια προς τα θεία, η θεοσέβεια (α. «τὴν περὶ τὸ θεῑον εὐλάβειαν ἐπιχλευάσας», Πλούτ. β. «ἐκανε μ ευλάβεια το σταυρό του») 2. ο φόβος, το δέος… … Dictionary of Greek
ευλαβοφανής — εὐλαβοφανής, ές (Α) αυτός που δίνει την εντύπωση τού ευλαβούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευλαβο (< ευλαβής) + φανής (< φαίνω), πρβλ. α φανής, επι φανής] … Dictionary of Greek
προσκυνητός — ό / προσκυνητός, όν, ΝΜΑ [προσκυνῶ] νεοελλ. μσν. φιλοφρόνηση που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν στην αρχή ή και στο τέλος επιστολών ή και επίσημων αναφορών μσν. αρχ. αυτός που είναι ή γίνεται αντικείμενο προσκυνήματος. επίρρ... προσκυνητῶς Μ με… … Dictionary of Greek
προσκύνηση — η / προσκύνησις, ήσεως, ΝΜΑ [προσκυνῶ] 1. η ενέργεια τού προσκυνώ, η εκδήλωση ευλαβούς λατρείας και τιμής, ιδίως προς το θείο («η προσκύνηση τών Μάγων») 2. εκδήλωση πιστής υποταγής σε πρόσωπο («τοὺς Ἕλληνας τοὺς ἐλευθερωτάτους προσαναγκάσεις ἐς… … Dictionary of Greek